- αλληλόφιλος
- ος , ον стадный; косячный;
αλληλόφιλοι ιχθύες — стадные рыбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλληλόφιλοι ιχθύες — стадные рыбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλληλόφιλοι — ἀλληλόφιλοι, α (Μ) φίλοι ο ένας τού άλλου «και τίνα αυτών (πρόκειται για είδη ιχθύων) ἀλληλόφιλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του τ. *ἀλληλόφιλος < ἀλληλο * + φίλος] … Dictionary of Greek